λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… … Dictionary of Greek
λακώ — λακίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λακίζω — (Α λακίζω) [λακίς] νεοελλ. τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ αρχ. 1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.) 2. σκίζω 3. σπάζω 4. καταστρέφω 5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό τού τ. λακώ] … Dictionary of Greek
θυλάκω — θῡλάκω , θύλακος sack masc nom/voc/acc dual θῡλάκω , θύλακος sack masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LACINA Via — qui titulus est 34. Pacti L. Salicae, obstaculum est via s. itineris; unde lacinam viam facere, in antiqq. LL. Longobard i. e. impedire viam et eunti moram facere, Graece όδοςτατοῦν. Est autem lacina, idem quod lacinia, Gr. κράσπεδον, ex Graeco… … Hofmann J. Lexicon universale
αλάκητος — η, ο [λακώ] ο αλάκιστος* … Dictionary of Greek
απογλακώ — ἀπογλακῶ ( άω) 1. καταδιώκω, κυνηγώ 2. λακώ, φεύγω τρέχοντας … Dictionary of Greek
γλακώ — ( άω) 1. τρέχω 2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά 3. γυρίζω, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ λιστρώ, γδέρνω < εκ δέρω, γδύνω < εκ δύνω κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
διαλακώ — διαλακῶ ( έω) (Α) [λακώ] σκάω, ανοίγω με κρότο … Dictionary of Greek
κομπολακώ — κομπολακῶ, έω (Α) μιλώ με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λακῶ (δωρ. τ. τού ληκῶ) «ηχώ»] … Dictionary of Greek